φάττιον
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
τό, Dim. of φάττα. νηττάριον ἂν καὶ φ. ὑπεκορίζετο Ar.Pl. 1011, cf. Ephipp. 15.8.
Greek (Liddell-Scott)
φάττιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάττα, Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1· ἴδε ὑποκορίζομαι Ι. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de φάττα, terme de tendresse.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φάσσιον.
Russian (Dvoretsky)
φάττιον: τό голубок, голубка Arph.
Middle Liddell
φάττιον, ου, τό, [dim. for φάσσα, Ar.]