φαιός
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
ά, όν, A grey, of any colour mixed of black and white, Pl.Ti. 68c, cf. Arist.Cat.12a18, Top.106b6, al.: opp. to both μέλας and λευκός, in a negative sense, Pl.R.585a; φ. ἄρτοι, opp. to λευκοί, Alex.120; τὸ ξανθὸν ἢ φ. Jul.Or.4.138d; of mourning, φ. ἱμάτια Plb.30.4.5; ἀποθέσθαι τὰ φ. Id.15.25.11; φ. ἐσθής SIG1219.5 (Gambreion, iii B.C.)), D.H.5.17, D.C.49.12, al.; ἰώδης καὶ φ. χολή (καλοῦσι δ' αὐτὴν ἰσατώδη) Gal.15.35; dark-complexioned, P.Strassb.79.2 (i B.C.). 2 of sound, harsh, Arist.Top.106b7, Aud.802a2, Poll.2.117, S.E.M.6.41. II φαιά, ἡ, name of a plaster, Androm. ap. Gal.13.906, etc. (Cf. Lith. gaĩsas 'reflected light of a blazing fire'.)
German (Pape)
[Seite 1251] eigtl. dämmerig, zwischen Licht u. Dunkel; φαιὸν γίγνεται λευκοῦ τε καὶ μέλανος κράσει Plat. Tim. 68 d; vgl. Arist. top. 1, 15; dah. schwärzlich, grau, χλαινίς Ep. ad. 59 (VI, 284); auch von der Farbe eines sonneverbrannten Gesichtes, bräunlich, also den lat. pullus und fuscus entsprechend, Pol. 30, 4,5, ἱμά τια, vestes pullae; vgl. Ath. III, 114, d, u. öfter bei Sp. – Übertr. von der Stimme, tief, dumpf, im Ggstz zur hohen und hellen, Poll. 2, 117; S. Emp. adv. mus. 41.
Greek (Liddell-Scott)
φαιός: -ά, -όν, κυρίως ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ λυκαυγοῦς ἢ λυκόφωτος ἢ σκόφωτος τῆς ἑσπέρας, σκοτεινόχρους, τεφρόχρους, «σταχτερός», «μουντός», «σκοῦρος», Λατ. fuscus, ἐπὶ παντὸς χρώματος γινομένου ἐκ μίξεως μέλανος καὶ λευκοῦ, «φαιόν· χρῶμα σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ» (Φώτ. καὶ Σουΐδ.)· φαιὸν (γίγνεται) λευκοῦ τε καὶ μέλανος (κράσει) Πλάτ. Τίμ. 68C, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 10, 8, Τοπ. 1. 15, 7, κ. ἀλλ. φαιοὶ ἄρτοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοί, οἶσε δεῦρό μοι, λευκοὺς μὲν ὀκτώ, τῶν δὲ φαιῶν τοὺς ἴσους Ἄλεξις ἐν «Κυπρίῳ» 1· ἐπὶ πένθους, φαιὰ ἱμάτια Πολύβ. 30. 4, 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562 ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλας καὶ πρὸς τὸ λευκός, ὡς τὸ ἄλυπος πρὸς τὸ λυπηρὸς καὶ πρὸς τὸ ἡδύς, ἐπὶ ἐννοίας ἁπλῶς ἀρνητικῆς, Πλάτ. Πολ. 585Α. 2) ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ ἤχου ὡς τὸ σομφός, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 27, πρβλ. Τοπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 41, Πολυδ. Β΄, 117.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
brun, sombre (Chantraine gris souris ; gris sombre tirant sur le noir ; gris clair tirant sur le blanc ; gris-bleu).
Étymologie: φάος.
Greek Monolingual
-ά, -ό / φαιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ή Ν
1. (ιδίως για το χρώμα του λυκαυγούς ή του λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά
μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή του Κρομμυώνος και ο οποίος φονεύθηκε από τον Θησέα
νεοελλ.
1. γκρίζος, σταχτής
2. φρ. α) «φαιά ουσία»
ανατ. η περιοχή φαιού χρώματος που φαίνεται στις τομές του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού και σχηματίζεται από τα σώματα τών νευρώνων, σε αντιδιαστολή με τη λευκή ουσία
β) «φαιοί πυρήνες»
ανατ. μάζες από φαιά ουσία που βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλο
γ) «καταναλώνω φαιά ουσία» — καταβάλλω μεγάλη πνευματική προσπάθεια
δ) «φαιός παγετός»
(μετεωρ.) άλλη ονομασία του ξηρού παγετού
αρχ.
μτφ. (για ήχο ή φωνή) βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαι-ός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα gwhәi- «ανοιχτόχρωμος, λαμπερός, φωτεινός», δεν είναι, όμως, δυνατόν να εξακριβωθεί ο τρόπος σχηματισμού του (πιθ. < φαι-σός ή φαι-Fος ή φαι-σFος)
βλ. και λ. φαιδρός, φαίδιμος, φαικός.
Greek Monotonic
φαιός: -ά, -όν, σταχτής, μουντός, γκρίζος, Λατ. fuscus, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φαιός: 3
1) сумеречный, т. е. серый: φαιὸν λευκοῦ τε καὶ μέλανος γίγνεται Plat. серое получается от (смешения) белого с черным;
2) темный (ἱμάτιον Polyb., Plut.);
3) низкий, глухой (φωναί Arst.).
Middle Liddell
φαιός, ή, όν
dusky, dun, gray, Lat. fuscus, Plat.
Frisk Etymology German
φαιός: {phaiós}
Meaning: grau, dunkelgrau, schwärzlich, auch von dunklen Farben überhaupt (Pl., Arist., hell. u. sp.), übertr. von der Stimme (Arist.); ausführlich zur Bedeutung Reiter Bez. der Farben 78ff.
Composita: Einige Kompp., z.B. φαιοχίτωνες f. pl. mit dunkelfarbigen Chitonen (A.), λευκόφαιος mittelgrau (Pap., Ath., Poll.). Abl. φαιότης f. dunkelgraue Farbe, ὑποφαιόω (: ὑπόφαιος) ‘etwas grau färben’ (sp.). In Betracht kommt noch der VN Φαίακες, Φαίηκες (Björck Alpha impurum 260f. m. Lit.).
Derivative: Daneben φαικός = λαμπρός (S.Fr. 1107, H.), φαικῶς· λαμπρῶς ... H., in Form und Bedeutung von λευκός beeinflußt (nach Fraenkel Glotta 4, 38 f. mit Solmsen alter Wechsel u̯: k). Davon φαικάσιον n. (hell. u. sp.), -άς f. (AP) Bez. eines weißen (?) Schuhes? Hierher noch φαωτός (von χλαῖνα Delph. IVa), od. zu φάος?
Etymology: Mit φαιός läßt sich lit. gaĩsas ‘Lichtschein, Röte am Him- mel' formal gleichsetzen unter Annahme einer idg. Grundform *gʷhaiso-s (*gʷhəi-); vgl. das Paar φαιδρός: gaidrùs. Als Grundform von φαιός kommen indessen auch *φαιϝός und *φαισϝός in Betracht und lit. gaĩsas läßt sich auch auf *gaid-sas (vgl. gaidrùs) zurückführen. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 665, Pok. 488 f., Fraenkel s. gaidrà. Zu den verschiedenen Suffixen außer Fraenkel a. O. noch Specht Ursprung 197 u. 334 (abzulehnen).
Page 2,984