ἔρευγμα

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

German (Pape)

[Seite 1025] τό, = ἔρυγμα, bei Greg. Naz. Speisen, die Aufstoßen verursachen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρευγμα: τό, = ἔρυγμα: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166.

Greek Monolingual

ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [[[ερεύγομαι]] (I)]
1. ερευγμός, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό
2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα
τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.).