ἔρευγμα
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
German (Pape)
[Seite 1025] τό, = ἔρυγμα, bei Greg. Naz. Speisen, die Aufstoßen verursachen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρευγμα: τό, = ἔρυγμα: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166.
Greek Monolingual
ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [[[ερεύγομαι]] (I)]
1. ερευγμός, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό
2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα
τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.).