συγγελώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
γελώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γελῶ].

Greek Monolingual

-άω, Α
γελώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γελῶ].