συμπεριλύω
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
release, dub.l. in POxy.259.25 (i A.D.).
Greek Monolingual
Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).
Greek Monolingual
Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).