συνάρμοση

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.

Greek Monolingual

η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.