σύνεργον
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
τό, A implement, tool, Artem.3.36, POxy.1069.8 (iii A.D.), 1159.20 (iii A.D.). II pl., trimmings, κιθωνίου Sammelb.7250.11, cf. 7248.21 (iii/iv A.D.).
Greek Monolingual
το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].