διαγαληνίζω

Revision as of 22:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek (Liddell-Scott)

διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.

French (Bailly abrégé)

rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.

Spanish (DGE)

(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek Monolingual

διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.

Greek Monotonic

διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαγᾰληνίζω: прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.).

Middle Liddell

fut. ίσω γαλήνη
to make quite calm, Ar.