διπλασμός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ὁ, = διπλασιασμός, Eust.1396.52, prob. l. in Plot.6.1.9.
Greek (Liddell-Scott)
διπλασμός: ὁ, (διπλάζω) = διπλασιασμός, Εὐστ. 1396. 52.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 duplicación Eust.971.54, cf. Plot.6.1.9 (cj.), Hsch.
2 gram. geminación Eust.1396.52.
3 acción de cruzar los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, v. διπλασιασμός 4.
Greek Monolingual
διπλασμός, ο (Μ) διπλάζω
1. διπλασιασμός
2. μουσ. οκτάφωνη αντιφωνία, διάστημα ογδόης.