δυσγοήτευτος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, hard to seduce by enchantments, Pl.R.413e.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.
Spanish (DGE)
-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.
Greek Monolingual
δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.
Greek Monotonic
δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.
Middle Liddell
δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.