δοξοματαιόσοφος

Revision as of 22:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.

Middle Liddell

δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον adj
a would-be philosopher, Anth.