γονόεις
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εσσα, εν, fruitful, Nic.Al.101, Hymn.Is.1.
German (Pape)
[Seite 501] εσσα, εν, fruchtbar, Nic. AI. 101; Nonn. D. 7, 70, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γονόεις: εσσα, εν, (γόνος) καρποφόρος, γόνιμος, Νίκ. Ἀλ. 101, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1028. 1.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
generador ref. partes del cuerpo sobrenaturalmente fecundas αὐχέν' ... γονόεντα Μεδούσης porque al ser cortado el cuello nacieron Pegaso y Crisaor, Nic.Al.101, de la cabeza de Zeus, Nonn.D.20.54, de su muslo, Nonn.D.20.61
•del campo y vegetales αὖλαξ Hymn.Is.1 (Andros), πέδον Synes.Hymn.1.461, γονόεσσαν ... ἀλωὴν Ἑλλάδος Nonn.D.22.278, cf. 12.57
•del Sol, Nonn.D.12.2, de la lluvia, Pamprepius 3.25, del Nilo IEphesos 1305 (V d.C.)
•fig. θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.3.4, ἐγκέφαλος γ. cerebro fértil en ideas, Nonn.D.7.70.
Greek Monolingual
γονόεις, -εσσα, -εν (Α) γόνος
γόνιμος, καρποφόρος.