βορβόρωσις

From LSJ
Revision as of 20:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβόρωσις Medium diacritics: βορβόρωσις Low diacritics: βορβόρωσις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΩΣΙΣ
Transliteration A: borbórōsis Transliteration B: borborōsis Transliteration C: vorvorosis Beta Code: borbo/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.

Greek (Liddell-Scott)

βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ medic. borborigmo Archig. en Aët.9.40.

Greek Monolingual

βορβόρωσις, η (AM)
μσν.
το βρόμισμα με βόρβορο
αρχ.
ο βορβορυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).