αἱματώψ
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, = αἱματωπός, E.HF933 (cj. Pors.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = αἱματωπός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933· ἐξ εἰκασίας Πόρσωνος.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτώψ) -ῶπος
sanguinolento ῥίζας τ' ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλών E.HF 933.
Greek Monotonic
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = αἱματωπός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτώψ: ῶπος adj. Eur. = αἱματωπός.
Middle Liddell
= αἱματωπός, Eur.]