ἀνεξερεύνητος
English (LSJ)
(Hellenistic ἀνεξεραύν-), ον, not to be searched out, Heraclit.18, Ep.Rom.11.33, D.C.69.14.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszuspüren, verborgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξερεύνητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξερευνήσῃ, Ἡράκλειτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 437, Δίων Κ. 69. 14. - Ἐπίρρ. -τως Ἀνδρέας Κρήτ. σ. 31.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): Koiné ἀνεξεραύνητος Ep.Rom.11.33
1 no investigado, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.2.
2 ininvestigable, insondable τὸ ἀνέλπιστον Heraclit.B 18
•de Dios y sus juicios divinos ἀ. τὰ κρίματα αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., cf. Dion.Ar.DN M.3.588C
•neutr. subst. τὸ ἀ. τῶν ἀβύσσων τοῦ θεοῦ κριμάτων Nil.M.79.89D.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐξερευνάω; not searched out, i.e. (by implication) inscrutable: unsearchable.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξερεύνητος: NT v.l. = ἀνεξεραύνητος.