ἀντιμεταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 12:07, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Low diacritics: αντιμεταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antimetalambánō Transliteration B: antimetalambanō Transliteration C: antimetalamvano Beta Code: a)ntimetalamba/nw

English (LSJ)

A assume in turn or in exchange, πρόσωπον Plu.2.785c; τὸν τόπον τινός Ascl.Tact. 10.15; ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ μῖσος J.AJ16.3.1. 2 receive back in return, Phld.Oec.p.65J., cf. Piet.113. 3 take arguments in reverse order, Dam.Pr.350. II Gramm., use a form in place of another, A.D.Adv.130.14:—Pass., 154.22, al.; also, to be changed, εἰς . . 130.11.

German (Pape)

[Seite 255] (s. λαμβάνω), statt einer Sache eine andere annehmen, Plut. an seni 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 504; pass., verwandelt werden, B. A. 540, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταλαμβάνω: ἀντὶ ἑνὸς πράγματος λαμβάνω ἄλλο, Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.

French (Bailly abrégé)

prendre en échange.
Étymologie: ἀντί, μεταλαμβάνω.

Spanish (DGE)

I 1tomar a su vez, asumir a su vez πρόσωπον Plu.2.785c, τὸν τόπον Ascl.Tact.10.15, ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ ... μῖσος I.AI 16.66
gram. usar una forma por otra A.D.Adu.130.14.
2 recibir a cambio ἀπὸ λόγων φιλο[σό] φων ... ἀντιμεταλαμβάνειν εὐχάριστον Phld.Oec.p.65, cf. Piet.113.12.
3 exponer en orden inverso argumentos, Dam.Pr.350.
II en v. med. pas. cambiarse εἰς αἰτιατικήν A.D.Adu.130.11, cf. 130.14.

Greek Monolingual

ἀντιμεταλαμβάνω (Α)
1. παίρνω κάτι αντί να πάρω κάτι άλλο
2. ανταλλάσσω
3. (Γραμμ.) χρησιμοποιώ έναν τύπο στη θέση κάποιου άλλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεταλαμβάνω: надевать взамен, менять (πρόσωπον Plut.).