ἐξανευρίσκω
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
invent, S.Ph. 991; discover, Plu.Sol.20, Arat.22.
German (Pape)
[Seite 869] (s. εὑρίσκω), herausfinden, ausfindig machen, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν; was ersinnst du? Soph. Phil. 979; öfter bei Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανευρίσκω: ἐφευρίσκω, ἐπινοῶ, ὦ μῖσος, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν Σοφ. Φιλ. 991.
French (Bailly abrégé)
imaginer.
Étymologie: ἐξ, ἀνευρίσκω.
Spanish (DGE)
1 rel. la palabra inventar c. inf. epexegético οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν realmente qué cosas inventas y dices Filoctetes a Odiseo, S.Ph.991
•descubrir, poner al descubierto, revelar c. ac. de pers. y part. ἐξανεῦρεν αὑτὴν Αἰθίοπος οὖσαν γενεάν (la mujer) descubrió que ella era descendiente de un etíope Plu.2.563a.
2 c. ac. de cosa descubrir, hallar, encontrar τὸν τρίβον Plu.Arat.22, τὸν τάφον Plu.Thes.36, μέλιττα ... ἐν τοῖς δριμυτάτοις ἄνθεσι ... ἐξανευρίσκει τὸ λειότατον μέλι Plu.2.32e.
Greek Monolingual
ἐξανευρίσκω (Α)
1. επινοώ, εφευρίσκω («ὦ μῑσος, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν», Σοφ.)
2. βρίσκω, ανακαλύπτω.
Greek Monotonic
ἐξανευρίσκω: εφευρίσκω, επινοώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανευρίσκω:
1) выискивать, отыскивать, находить (ἐν τοῖς δριμυτάτοις ἄνθεσι τὸ λειότατον μέλι Plut.); aor. найти, обнаружить, открыть (ἐξανευρεῖν, sc. τὰ Θησέως ὀστᾶ Plut.);
2) изобретать: οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν; Soph. что это ты выдумываешь?