ἄδενδρος
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ον, without trees, Plb.3.55.9, D.H.1.37:—poet. ἀδένδρεος, Opp.C.4.337.
German (Pape)
[Seite 33] baumlos, Pol. 3, 55 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδενδρος: -ον, ὁ μὴ ἔχων δένδρα, Πολύβ. 3, 55, 9, Διον. Ἁλ. 1. 37: ― ποιητ. ἀδένδρεος, Ὀππ. Κ. 4. 337.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -δρεος Opp.C.4.337
que no tiene árboles τὰ ἄκρα τῶν Ἀλπέων Plb.3.55.9, ἄρουρα D.H.1.37, αἶα Opp.l.c., τόπος Tz.Comm.Ar.1.140.4.
Russian (Dvoretsky)
ἄδενδρος: лишенный деревьев, безлесный (πεδίον, ὁδός Plut.): τὰ ἄδενδρα Polyb. безлесные местности.