δυσκαμπής

Revision as of 11:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ές, hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.

German (Pape)

[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.

Greek Monolingual

δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).