βουφάγος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ᾰ], ον, ox-eating, Simon.179.4, AP7.426 (Antip. Sid.); of Hercules, Luc. Am.4, Porph.Abst.1.22, cf. AP9.59 (Antip.): expld. by πολυφάγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] Rinder fressend, λέων Antp. Sid. 91 (VII, 426); Herkules, Luc. Amor. 7; Ant. Th. 19 (IX, 59); übh. gefräßig.
Greek (Liddell-Scott)
βουφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων βοῦς, Σιμων. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 217, πρβλ. 7. 426· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἔρωσ. 4, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 59.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange les bœufs.
Étymologie: βοῦς, φαγεῖν.
Greek Monolingual
βουφάγος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να φάει ένα βόδι μόνος του, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φάγος < φαγείν, απρμφ. του έφαγον (αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].
Greek Monotonic
βουφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βουφάγος: пожирающий быков (λέων Anth.; Ἡρακλῆς Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουφάγος -ον βοῦς, φαγεῖν die runderen eet.