δαϊκτήρ

From LSJ
Revision as of 10:37, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰϊκτήρ Medium diacritics: δαϊκτήρ Low diacritics: δαϊκτήρ Capitals: ΔΑΪΚΤΗΡ
Transliteration A: daïktḗr Transliteration B: daiktēr Transliteration C: daiktir Beta Code: dai+kth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as adjective, heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.

German (Pape)

[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.

Greek Monolingual

δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).

Greek Monotonic

δᾰϊκτήρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δαϊκτήρ: ῆρος adj. (душе)раздирающий (γόος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαϊκτήρ -ῆρος, ὁ [δαΐζω] iemand die doorklieft, verscheurt; als adj., overdr. (hart)verscheurend.