εὐήρυτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήρῠτος Medium diacritics: εὐήρυτος Low diacritics: ευήρυτος Capitals: ΕΥΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: euḗrytos Transliteration B: euērytos Transliteration C: evirytos Beta Code: eu)h/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω A) good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).

Middle Liddell

εὐ-ήρῠτος, ον ἀρύω
easy to draw out, Hhymn.