δυσπαραίτητος
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
ον, A hard to move by prayer, inexorable, φρένες A. Pr.34; ὀργή Plb.30.31.13; of a person, Plu.Cat.Mi.1. 2 difficult to refuse, Id.2.531d, 602f.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. o asim. difícil de ser conmovido con ruegos, implacable Διὸς φρένες A.Pr.34, ὀργή Plb.30.31.13, θυμός Plu.Fab.9, ὀργισθεὶς δὲ δ. cuando se irritaba, era difícil de calmar Plu.Cat.Mi.1, δ. μὲν ἐπὶ τοῖς οἰκείοις op. μεγαλόψυχος I.AI 15.356, cf. Plu.2.534c, τὸ δ. τοῦ τρόπου lo implacable de su carácter I.AI 16.151, cf. Plu.2.456f.
2 de cosas difícil de rehusar ref. al dinero, Plu.2.531d, λειτουργίαι Plu.2.602f.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραίτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, ἀδυσώπητος, φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· ὀργή Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παραιτέω.
Greek Monolingual
δυσπαραίτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα συγκινείται, αδυσώπητος.
Greek Monotonic
δυσπαραίτητος: -ον (παραιτέομαι), δύσκολος να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· αδυσώπητος, αμείλικτος, σε Αισχύλ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαραίτητος: не внемлющий просьбам, неумолимый (φρένες Aesch.; ὀργή Polyb.; δ. καὶ δυσαπότρεπτος Plut.).
Middle Liddell
δυσ-παραίτητος, ον παραιτέομαι
hard to move by prayer, inexorable, Aesch., Plut.
English (Woodhouse)
implacable, merciless, pitiless, deaf to entreaties, not to be influenced, not to be moved