κακόζηλος

From LSJ
Revision as of 00:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόζηλος Medium diacritics: κακόζηλος Low diacritics: κακόζηλος Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: kakózēlos Transliteration B: kakozēlos Transliteration C: kakozilos Beta Code: kako/zhlos

English (LSJ)

ον, having bad taste: hence in Rhet., using a bad, affected style (cf. ζῆλος), ῥήτωρ D.L.1.38; τὸ κ. = κακοζηλία, Longin.3.4, cf. Demetr.Eloc.186, Hermog.Inv.4.12. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.

German (Pape)

[Seite 1300] schlecht, verkehrt nachahmend, od. Schlechtes nachahmend; bes. vom Styl, geschmacklosen, schlechten Vorbildern folgend, Rhett.; ῥήτωρ D. L. 1, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόζηλος: -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ εὔζηλος, ῥήτωρ Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = κακοζηλία, Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche le mal.
Étymologie: κακός, ζῆλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόζηλος, -ον)
1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία
2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση
3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόζηλον
η κακοζηλία.
επίρρ...
κακοζήλως (Α κακοζήλως)
με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αξιό-ζηλος, μεγαλό-ζηλος].

Greek Monotonic

κᾰκόζηλος: -ον, μιμητής κακών.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόζηλος: неудачно подражающий, лишенный вкуса (ῥήτωρ Diog. L.).

Middle Liddell

κᾰκό-ζηλος, ον
imitating unhappily.