νεκροβαρής
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ές, laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé d'un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.
Greek Monolingual
νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].
Greek Monotonic
νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.