νεκροβαρής

From LSJ
Revision as of 05:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβᾰρής Medium diacritics: νεκροβαρής Low diacritics: νεκροβαρής Capitals: ΝΕΚΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: nekrobarḗs Transliteration B: nekrobarēs Transliteration C: nekrovaris Beta Code: nekrobarh/s

English (LSJ)

ές, laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé d'un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.

Greek Monolingual

νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].

Greek Monotonic

νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-βᾰρής, ές βαρύς
laden with the dead, Anth.