συγγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 09:29, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγίγνομαι Medium diacritics: συγγίγνομαι Low diacritics: συγγίγνομαι Capitals: ΣΥΓΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syngígnomai Transliteration B: syngignomai Transliteration C: syggignomai Beta Code: suggi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later Gr. συγγίν- [ῑ]: fut. -γενήσομαι, aor. -εγενόμην, pf. -γέγονα (also A συγγεγένημαι Ar.Eq.1293 (lyr.)):—to be born with, ἅμα σ. γινομένοις Arist.HA547b31, cf. D.S.2.56, Man.1.200. II associate, keep company with, hold converse with, τινι Hdt. 3.55, E.El.603, Ba.237, Ar.Nu.1317(lyr.), V.1468(lyr.), Th.2.12, etc.; χαλεποὶ συγγενέσθαι Pl.R.330c; πᾶσαν τὴν συνουσίαν σ. Id.Lg.672a; also ξ. ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους Ar.Nu.252: abs., coexist, cohere, ἀήθεα Emp.22.8. 2 of disciples or pupils, hold converse with a master, consult him, περί τινος, τίνος πέρι; Pl.Phd.61d, Ar.Av.113, cf. Pl. Men.91e, X.Mem.1.2.27; φροντίσι Ar.Eq.1293 (lyr.); of the master, Plu.Per.4. 3 σ. γυναικί have sexual intercourse with her, X.An.1.2.12, Pl.R.329c; παιδὶ καλῷ IG42(1).121.105 (Epid., iv B.C.); of the woman, Hdt.2.121.έ, Pl.Lg.930d, Plu.Sol.23. 4 come to assist, τινι A.Ch.245,456 (lyr.): abs., S.El.411; ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθρούς A.Ch.460 (lyr.). 5 abs., come together, meet, Th.4.83, 5.37; σ. ἐς πόσιν Hdt.1.172; οἱ συγγιγνόμενοι comrades, X.Mem. 1.2.16; ἀριθμὸς συγγ. coming to our aid, Pl.Epin.978a. III become acquainted or conversant with, σπλάγχνοισι Eup.108, cf. 38; ἐνδείᾳ Pl.Phlb.45b; ὑδροποσίαις Id.Lg.674a; λόγῳ Arist.Rh.Al. 1420b28.

German (Pape)

[Seite 961] später συγγίνομαι (s. γίγνομαι), mit od. bei Einem sein; bes. wie adesse, beistehen, ξυγεννοῦ πάτερ, φίλοις, Aezeh. Ch. 449. 454, vgl. 243, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ' ἀλλὰ νῦν, Soph. El. 403; Eur.; in Prosa γυναικί, einem Weibe beiwohnen, wie συνουσιάζω, Her. 2, 121; Xen. An. 1. 2, 12, zusammenkommen; Her. ἐς πόσιν 1, 172 τινί, mit Einem, Λακεδαιμονίοις, Ar. Equ. 465; ξυγγενέσθαι ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους, Nub. 253; auch übertr., ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι, Equ. 1288; ὅπως μηδενὶ ξυγγένηται, Thuc. 2, 12; ἐνδείᾳ, Plat. Phil. 45 b; ἐάν τις ἐλευθέρα δούλῳ ξυγγίγνηται, Legg. XI, 930 d, u. so öfter, wie γυναικί, Rep. I, 329 c; auch um den Unterricht Jemandes zu genießen, Schüler sein, Men. 91 e Alc. I. 118 c; περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ σογγεγονότες, Phaed 61 d, u. öfter; Xen. An. 2, 6, 17 Mem. 1, 2, 27. 61.

Greek (Liddell-Scott)

συγγίγνομαι: Ἰωνικ. καὶ παρὰ μεταγεν. Λυρ. συγγίν- [ῑ]· μέλλ. -γενήσομαι, ἀόρ. -γενόμην, πρκμ. -γέγονα· ἀποθ. Γεννῶμαι μετά τινος, ἅμα συγγενομένοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 18, πρβλ. Διόδ. 2. 56, Μανέθων 1. 200· - ἀλλὰ συνηθέστατα, ΙΙ. εἶμαι μετά τινος, συναναστρέφομαι, συνδιατρίβω μετ’ αὐτοῦ, τινι Ἡρόδ. 3. 55, Εὐρ. Ἠλ. 603, Ἀριστ. Νεφ. 1317, Σφ. 1468, Θουκ. 2. 12, Πλάτ., κτλ.· χαλεποὶ ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C· πᾶσαν τὴν συνουσίαν ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Α· - ὡσαύτως, σ. ἐς λόγους τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 253. 2) ἐπὶ μαθητῶν ἢ ὀπαδῶν, συναναστρέφομαι μετὰ τοῦ διδασκάλου, συμβουλεύομαι αὐτόν, μαθητεύω, περί τινος Πλάτ. Φαίδων 61D, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ὄρν. 113, Ἱππ. 1291, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 91Ε, Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1. 21, 27· ἐπὶ τοῦ διδασκάλου, Πλουτάρχ. Περικλ. 4. 3) σ. γυναικί, ὡς τὸ συνουσιάζειν, ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετ’ αὐτῆς, συνευρίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, κτλ. ἐπὶ τῆς γυναικός, Πλάτ. Νόμ. 930D. 4) ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινι Αἰσχύλ. Χο. 245, 456· ἀπολ., Σοφ. Ἠλ. 411· ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Χο. 460. 5) ἀπολ., συνέρχομαι, συναντῶ, Θουκ. 4. 83., 5. 37· σ. ἐς πόσιν Ἡρόδ. 1. 172· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· ἀριθμὸς συγγ. Πλάτ. Ἐπιν. 978Α. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συναντῶ τι, ἀποκτῶ γνῶσίν τινος, ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22· ξυνεγιγνόμην ἀεὶ τοῖς ἀγαθοῖς φάγροισιν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6· ἐνδείᾳ Πλάτ. Φίληβ. 42Β ὑδροποσίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 674Α· λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

f. συγγενήσομαι, ao.2 συνεγενόμην, etc.
1 naître avec;
2 être ensemble, être avec, avoir des rapports, fréquenter, τινι ; en parl. de disciples qui fréquentent un maître ; abs. οἱ συγγιγνόμενοι XÉN les camarades ; particul. avoir commerce avec;
3 venir à l'aide de, aider, τινι.
Étymologie: σύν, γίγνομαι.

Spanish

estar unido a

Greek Monolingual

και ιων. τ. συγγίνομαι Α γίγνομαι
1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον
2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο
3. συναναστρέφομαι με κάποιον
4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», Πλάτ.)
5. έρχομαι σε βοήθεια («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», Σοφ.)
6. συναντώ
7. (με δοτ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι
8. γίνομαι γνώστης ενός πράγματος
9. φρ. «συγγίγνομαι εἴς τι» — συναντώ κάποιον.

Greek Monotonic

συγγίγνομαι: Ιων. συγγίν-[ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -εγενόμην, παρακ. -γέγονα· αποθ.,
1. βρίσκομαι, είμαι μαζί με κάποιον, συναναστρέφομαι ή συσχετίζομαι με, συνδέομαι ή κάνω συντροφιά με, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, επίσης, συγγίγνομαι ἐς λόγους τινί, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για μαθητές ή οπαδούς, συναναστρέφομαι τον δάσκαλο, μαθητεύω κοντά του, τον συμβουλεύομαι, στον ίδ. κ.λπ.
3. έρχομαι να βοηθήσω, τινι ή πρός τινα, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.
4. συναπαντώ, συναντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συγγίγνομαι: ион. συγγίνομαι (γῑ)
1) рождаться вместе, быть врожденным (τινι Arst.); τὸ φυσικῶς αὐτοῖς συγγεγενημένον Diod. свойственное им от природы;
2) сходиться, сближаться, встречаться, общаться (τινι Her.; μηδενί Thuc.): χαλεπὸς ξυγγενέσθαι ἐστίν Plat. с ним трудно иметь дело; σ. ἐς λόγους τινί Arph. вступать в беседу с кем-л.; οἱ συγγιγνόμενοι Xen. спутники, (со)товарищи Plat. (ближайшие) ученики; σ. ἐς πόσιν Her. собираться для совместной пирушки; πολλάκις ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι Arph. по ночам меня часто охватывали заботы; ἐνδείᾳ σ. Plat. ощущать недостаток; ὑδροποσίαις σ. Plat. ограничиваться питьем воды;
3) вступать в половую связь, сожительствовать (γυναικί Her., Xen., Plut.; δούλῳ Plat.);
4) приходить на помощь, помогать (φίλοις Aesch.): ξυγγένεσθέ γ᾽ ἀλλὰ νῦν! Soph. прийдите же на помощь!; ξὺν δὲ γενοῦ (in tmesi = ξυγγενοῦ) πρὸς ἐχθρούς! Aesch. помоги (нам) против врагов!

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γίγνομαι, Att. ook ξυγγίγνομαι, Ion. en later Grieks συγγῑ́νομαι samen (ge)raken, samenkomen, bij elkaar komen:; σ. ἐς πόσιν samenkomen om te drinken Hdt. 1.172; ook met acc. v. h. inw. obj.. κατὰ νόμους... πᾶσαν τὴν συνουσίαν συγγενόμενοι omdat ze elke bijeenkomst houden volgens de wetten Plat. Lg. 672a. samenkomen met, met dat. in contact komen met, leren kennen, omgaan met: met dat. van persoon:; Ἀρχίῃ... συνεγενόμην ik heb Archias leren kennen Hdt. 3.55; ὃς ἡμέρας τε κεὐφρόνας συγγίγνεται... νεάνισιν die dag en nacht verkeert onder de meisjes Eur. Ba. 237; σ. ταῖς Νεφέλαισιν εἰς λόγους in gesprek raken met de Wolken Aristoph. Nub. 252; abs..; χαλεποὶ... συγγενέσθαι εἰσίν ze zijn moeilijk om mee om te gaan Plat. Resp. 330c; met dat. van zaken te maken krijgen met, ondervinden:. ἐνδείᾳ gebrek Plat. Phlb. 45b; πολλάκις ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι ik heb dikwijls te kampen gehad met nachtelijke zorgen Aristoph. Eq. 1290. zich verenigen met; τῷ ξυγγένωμαι; met wie moet ik samenwerken? Soph. El. 603; van filosofen en hun leerlingen zich aansluiten bij. Φιλολάῳ συγγεγονότες als leerlingen van Philolaus Plat. Phaed. 61d; ὁ... πλεῖστα Περικλεῖ συγγενόμενος... Ἀναξαγόρας ἦν degene die het meeste met Pericles van doen had, was Anaxagoras Plut. Per. 4.6. bijstaan, te hulp komen. ξυγγενοῦ πάτερ φίλοις vader, kom je dierbaren te hulp Aeschl. Ch. 465. seks. naar bed gaan met. γυναικί met een vrouw Xen. An. 1.2.12; δούλῳ met een slaaf Plat. Lg. 930d.

Middle Liddell

ionic συγγίν- fut. -γενήσομαι aor2 -εγενόμην perf. -γέγονα
Dep.
1. to be with any one, hold converse or communication with, associate or keep company with, τινί Hdt., attic; so, also, ς. ἐς λόγους τινί Ar.
2. of disciples or pupils, to hold converse with a master, consult him, Ar., etc.
3. to come to assist, τινί or πρός τινα Aesch.; absol., Soph.
4. to come together, meet, Hdt., etc.; οἱ συγγιγνόμενοι comrades, Xen.