τόσσαις

From LSJ
Revision as of 08:10, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόσσαις Medium diacritics: τόσσαις Low diacritics: τόσσαις Capitals: ΤΟΣΣΑΙΣ
Transliteration A: tóssais Transliteration B: tossais Transliteration C: tossais Beta Code: to/ssais

English (LSJ)

Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres. A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.

Greek (Liddell-Scott)

τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).

French (Bailly abrégé)

1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s'étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.

Greek Monolingual

Α
συνέβη να είναι, έτυχε να είναι.

Greek Monotonic

τόσσαις: Δωρ. αντί τόσσας, μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι άγνωστος = τυγχάνω, τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

= τυχών [aor1 part. of an unknown pres.]
to happen to be, Pind.