φιλεργία
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, industry, X.Oec.20.26, D.36.5, Arist. Rh. 1361a8, OGI669.33 (Egypt, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit; Xen. Oec. 20, 26; Dem. 36, 5; Plut. Rom. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεργία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν ἐργασίαν ἀγάπη, φιλοπονία, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 26, Δημ. 945. 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail.
Étymologie: φιλεργός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλεργός
αγάπη για εργασία, φιλοπονία.
Greek Monotonic
φῐλεργία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεργία: ἡ любовь к деятельности, трудолюбие, прилежание Xen., Dem., Arst., Plut.
Middle Liddell
φῐλεργία, ἡ,
love of labour, industry, Xen., Dem.