φοιταλιώτης

From LSJ
Revision as of 19:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτᾰλιώτης Medium diacritics: φοιταλιώτης Low diacritics: φοιταλιώτης Capitals: ΦΟΙΤΑΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: phoitaliṓtēs Transliteration B: phoitaliōtēs Transliteration C: foitaliotis Beta Code: foitaliw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, epithet of Bacchus, the maddener, AP9.524.22.

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524).

Greek (Liddell-Scott)

φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dieu agité ou vagabond (ép. de Dionysos).
Étymologie: φοιτάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. νησ-ιώτης)].

Greek Monotonic

φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, λέγεται για το Βάκχο, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φοιτᾰλιώτης: ου adj. блуждающий, странствующий (эпитет Диониса) Anth.

Middle Liddell

φοιτᾰλιώτης, ου, ὁ,
of Bacchus, the roamer, Anth.