χωρογράφος

From LSJ
Revision as of 20:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρογράφος Medium diacritics: χωρογράφος Low diacritics: χωρογράφος Capitals: ΧΩΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: chōrográphos Transliteration B: chōrographos Transliteration C: chorografos Beta Code: xwro/grafos

English (LSJ)

(parox.), ον, describing countries. opp. to the more special term τοπογράφος (describing the single places), as well as to the still more general term γεωγράφος, Str.1.1.16.

German (Pape)

[Seite 1388] Länder, Gegenden beschreibend, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ μέρος τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géographe ou historien qui fait la description d'un pays.
Étymologie: χώρα, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χωρογράφος, η, Ν
ειδικός που ασχολείται με την χωρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + -γράφος].

Greek Monotonic

χωρογράφος: [ᾰ], -ον, αυτός που περιγράφει χώρες σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σε Στράβ.

Middle Liddell

χωρο-γρᾰ́φος, ον,
describing countries, Strab.