ἀμφισβήτησις
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
εως, ἡ, A dispute, controversy, ἀ. γίγνεται, ἔστι περί τινος, Pl.Phlb.15a, R.533d; ἀ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων CIG1711 (Delph., i A.D.); ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν = leave room for dispute, Antipho 5.16; ἀμφισβήτησιν ἔχει = it admits of question, Arist.EN1100a18, etc.; ἀ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ Pol.1283b3; ἀμφις βητήσεις [εἰσίν], c. acc. et inf., Rh.1417a8; ἐξ ὧν ἡ πόλις συνέστηκεν, ἐν τούτοις ποιεῖσθαι τὴν ἀ. make a claim, Pol.1283a15, etc. 2 as Att. law-term, claim to an inheritance, ἀ. ποιεῖσθαι Lys.17.5, cf Is. 6.4, D.48.26.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 discusión, disputa, querella ἀ. γίγνεται Pl.Phlb.15a, cf. Lg.766e, ἀ. ἔσται τίνας ἄρχειν δεῖ Arist.Pol.1283b3, ἀμφισβήτησιν καὶ λόγον ὑπελείπου Antipho 5.16, περὶ ὀνόματος Pl.R.533d, περὶ αὐτοῦ Pl.R.505d, (νόμοι) οἵτινες τὰς μὲν ἀμφισβητήσεις ὡς ἐλαχίστας ... ποιοῦσιν Isoc.2.17, διεξάγειν τὴν ὑπὲρ Κοίλης Συρίας ἀ. Plb.5.1.5, περὶ τῶν ὅρων FD 4.293.1 (II a.C.), πρός τινα POxy.745.9 (I a.C.), cf. BGU 226.6 (I a.C.)
•tema o motivo de discusión ἔχειν Arist.EN 1100a18, plu., Arist.Rh.1417a8
•ambigüedad, duda ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν ... τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς Epicur.Sent.[5] 24.8.
2 en cont. políticos y jur. exigencia, reclamación, pretensión ἐξ ὧν πόλις συνέστηκεν, ἐν τούτοις ἀναγκαῖον ποιεῖσθαι τὴν ἀμφισβήτησιν la pretensión al poder debe basarse en las cosas sobre las que se crea el Estado Arist.Pol.1283a15
•como término legal reclamación esp. de una herencia ἀ. ποιεῖσθαι Lys.17.5, Is.8.2, παιδίου ἀ. Is.4.10, ἀ. δ' εἶναι καὶ διαδικασίαν Pl.Lg.937d, cf. 954c, διέγραψεν ὁ ἄρχων ... τὴν ἀμφισβήτησιν D.48.26, οὐδεμία λοιπόν ἀ. ἐστιν BGU 969.19 (II a.C.), cf. BGU 267.9 (II a.C.), μηδεμίαν ἀμφισβήτησιν ἔχειν πρὸς σύστασιν τοῦ προειρημένου PGoodsp.Cair.12.14 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 144] ἡ, Streit, Zweifel, γίγνεται περί τινος Plat. Phil. 15 a; Soph. 231 a; περί τινός ἐστι Rep. VII, 533 d; πολλὴν ἀμφισβήτησιν ἔχει (τὰ πράγματα) Arist. Nic. Eth. 10, 1, 2, es ist sehr zweifelhaft; ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν Antiph. 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβήτησις: -εως, ἡ, φιλονεικία, συζήτησις, ἔρις, ἀντιλογία, ἀμφ. γίγνεται (ἢ ἐστί) περί τινος Πλάτ. Φίληβ. 15Α, Πολ. 533D· ἀμφ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων Συλλ. Ἐπιγρ. 1711· ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν, ὑπολ. ἀφορμὴν πρὸς ἀμφισβήτησιν, Ἀντιφῶν 131. 17· ἀμφ. ποιεῖν Λυσ. 148. 30· ἀμφισβήτησιν ἔχει, ἐπιδέχεται ἀμφιβολίαν, συζήτησιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 2· ἀμφ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 13, 5· ἀμφισβητήσεις [γίγνονται] μὴ βλαβερὸν εἶναι τι ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 16, 6, κτλ. 2) ὡς ὅρος δικαν. τοῦ Ἀττικοῦ δικαίου, τὸ ἐγείρειν ἀξιώσεις ἐπί τινος κληρονομίας (ἴδε ἀμφισβητέω Ι. 3. β), Ἰσαῖος 56. 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 contestation;
2 sujet de contestation, question controversée.
Étymologie: ἀμφισβητέω.
Greek Monotonic
ἀμφισβήτησις: -εως, ἡ (ἀμφισβητέω), διαμάχη, αντίλογος, φιλονικία, αμφισβήτηση, ἀμφ.γίγνεται (ή ἐστι) περί τινος, σε Πλάτ.· ἀμφισβήτησιν ἔχει, επιδέχεται αμφιβολία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβήτησις: εως ἡ спор, разногласие Polyb., Plut.: ἀ. περί τινος Plat. спор о чем-л.; ἀμφισβήτησιν ἔχειν Arst. быть спорным, сомнительным.
Middle Liddell
ἀμφισβητέω
a dispute, controversy, debate, ἀμφ. γίγνεται (or ἐστι) περί τινος Plat.; ἀμφισβήτησιν ἔχει it admits of question, Arist.
English (Woodhouse)
Translations
dispute
Arabic: خِلَاف; Armenian: վեճ; Belarusian: спор, дыспут, спрэчка, палеміка; Bengali: বিবাদ; Bulgarian: спор, полемика; Chinese Mandarin: 爭論, 争论, 爭議, 争议, 爭端, 争端, 糾紛, 纠纷; Czech: spor; Esperanto: disputo; Finnish: kiista; French: dispute, litige; Galician: disputa; German: Streit, Disput; Greek: διένεξη, έριδα, διαμάχη; Irish: imreas; Italian: disputa, lite, bega; Japanese: 論争, 議論; Korean: 논쟁, 론쟁, 의논; Latgalian: streids; Latvian: strīds; Malayalam: തർക്കം; Maori: whakatete, ngutungutu; Norwegian: uenighet, disputt; Portuguese: disputa; Romanian: dispută; Russian: спор, диспут, полемика; Scottish Gaelic: connsachadh, connspaid; Spanish: disputa, contencioso; Swedish: dispyt; Telugu: వివాదం; Ukrainian: спір, диспут, суперека, полеміка
controversy
Arabic: جَدَل; Armenian: վեճ, վիճաբանություն; Basque: eztabaida; Belarusian: спор, спрэчка; Bulgarian: спор, дискусия; Chinese Mandarin: 爭論, 争论, 爭議, 争议; Czech: kontroverze; Dutch: controverse; Esperanto: disputado, polemiko; Estonian: vaidlus; Finnish: sanaharkka, kiista; French: controverse, polémique; Galician: controversia; German: Kontroverse, Meinungsverschiedenheit; Greek: διαμάχη; Ancient Greek: ἀμφισβήτησις; Hebrew: מחלוקת, חילוקי דעות; Hindi: विवाद; Hungarian: vita, polémia; Italian: controversia; Japanese: 論争; Korean: 논쟁, 토론, 논의; Latin: controversia; Latvian: polemika, kontroversija; Maori: whiuwhiu kupu; Persian: هم ستیزی; Polish: spór; Portuguese: controvérsia, polêmica; Romanian: controversă, dispută, discuție; Russian: спор, дискуссия, разногласия; Sanskrit: वादयुद्ध, विवाद; Scottish Gaelic: connspaid, connsachadh; Serbo-Croatian: kontrovèrzija, kontrovèrza; Spanish: controversia, polémica; Swedish: kontrovers; Thai: การโต้เถียง, การวิวาท; Turkish: ihtilaf, cidal, anlaşmazlık, uyuşmazlık, tartışma, münazara; Ottoman Turkish: جدال; Ukrainian: суперека, спір; Vietnamese: tranh cãi