ἀνεμέσητος

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμέσητος Medium diacritics: ἀνεμέσητος Low diacritics: ανεμέσητος Capitals: ΑΝΕΜΕΣΗΤΟΣ
Transliteration A: anemésētos Transliteration B: anemesētos Transliteration C: anemesitos Beta Code: a)neme/shtos

English (LSJ)

ον, (νέμεσις) not incurring the wrath of God, Pl.Cra. 401a: εἰ-ητον εἰπεῖν Id.Smp.195a; also, not liable to blame, ἀ. [ἐστι] . . τινί, c. inf., Id.Tht.175e, Aeschin.3.66,Epicur.Fr.161,etc. Adv. -τως Pl.Lg.684e.

Spanish (DGE)

-ον
1 lícito, no expuesto a censura, que no concita envidia Pl.Cra.401a, cf. D.Chr.11.147
c. inf. εἰπεῖν Pl.Smp.195a, cf. D.C.36.17, I.AI 4.33, 6.87
c. inf. y dat. ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν a quien no es censurable que parezca tonto (el filósofo), Pl.Tht.175e, cf. Aeschin.3.66.
2 adv. -ως en forma no censurable Pl.Lg.684e.

German (Pape)

[Seite 222] tadellos, Plat. Theaet. 175 e; ἀν. ἦν αὐτῷ πράττειν Aesch. 3, 66, man konnte es ihm nicht verargen; Luc. D. Mort. 18, 2; εἰ θέμις καὶ ἀν. εἰπεῖν, wenn man es, ohne Jemand zu beleidigen, sagen darf, Plat. Conv. 195 a; ohne Beleidigung, καλῶς καὶ ἀνεμεσήτως Legg. III, 684 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμέσητος: -ον, ὁ μὴ νεμεσητός, ὁ μὴ ἄξιος μομφῆς, τοῦτο γὰρ ἀνεμέσητον, δὲν δύναταί τις νὰ τὸ κατακρίνῃ, Πλάτ. Κρατ. 401Α· μετ’ ἀπαρ., εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 195Α, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν... ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα Θεαίτ. 175Ε, ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, ἀνεπίληπτον ἦν αὐτῷ, Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 66. 3. ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 684Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’excite pas l'envie, exempt de blâme ; ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ avec l'inf. PLAT il lui était loisible de ; ἀνεμέσητον εἰπεῖν PLAT on peut dire sans encourir de blâme.
Étymologie: , νεμεσάω.

Greek Monolingual

ἀνεμέσητος, -ον (Α)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος
2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος.

Greek Monotonic

ἀνεμέσητος: -ον, μη άξιος μομφής, μη άξιος κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμέσητος: не заслуживающий порицания, не зазорный (τινι Aeschin., Plut., Luc.): εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν Plat. если позволено так выразиться; περὶ τοῦτο φαίνεται γεγονὼς οὑκ ἀ. Plut. в этом отношении, по-видимому, он не избежал кары.

Middle Liddell


free from blame, without offence, Plat.