ἀπογυμνόω

From LSJ
Revision as of 13:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογυμνόω Medium diacritics: ἀπογυμνόω Low diacritics: απογυμνόω Capitals: ΑΠΟΓΥΜΝΟΩ
Transliteration A: apogymnóō Transliteration B: apogymnoō Transliteration C: apogymnoo Beta Code: a)pogumno/w

English (LSJ)

A strip bare, especially of arms: hence, in Pass., μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301; ἀπογυμνωθείς with the person exposed, Hes.Op.730; ἀ. τινά vanquish, Thphr.Char.7.4:— Med., strip oneself, X.Mem.3.4.1; ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια strip off one's clothes, Arist.Pr.866a21:—Pass., τῆς σχέσεως Them.in Ph. 26.8. 2 metaph., lay open, reveal, explain, Paus.4.22.4, App.BC 1.57; σόφισμα Jul.Mis.357c. 3 Pass., become visible, of land from the sea, Str.1.1.20.

Spanish (DGE)

I 1desnudarse en v. med.-pas. μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301, cf. Hes.Op.730, X.Mem.3.4.1
de vestidos quitarse ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Arist.Pr.866a21
en sent. fig. c. gen. ser privado de τῆς σχέσεως Them.in Ph.26.8, τῆς μακαριότητος Gr.Nyss.Or.Catech.43.4
de partes del cuerpo descubrir en v. act. τὴν γαστέρα D.C.61.13.5, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.).
2 desarmar, vencer τοὺς καθ' ἕνα Thphr.Char.7.3.
II fig.
1 tr. revelar, explicar τὸ ἐνθύμημα App.BC 1.57, τὸ σόφισμα Iul.Mis.357c, cf. Paus.4.22.4, M.Ant.6.13, Hsch., en v. med. πολλά Plu.2.645b.
2 intr. en v. med. hacerse visible la tierra desde el mar, Str.1.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογυμνόω: ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, κυρίως ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα αὐτοῦ, ἀφοπλίζω, ὅθεν ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, μηδὲ νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου (ἕνεκα φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, ἀποκαλύπτω, ἀναπτύσσω, Παυσ. 4. 22, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre à nu;
Moy. ἀπογυμνόομαι, ἀπογυμνοῦμαι se mettre à nu.
Étymologie: ἀπό, γυμνός.

English (Autenrieth)

(γυμνός), aor. pass. part. ἀπογυμνωθέντα: denude, strip, Od. 10.301†.

Greek Monotonic

ἀπογυμνόω: μέλ. -ώσω, γυμνώνω τελείως κάποιον από τα όπλα του, τον αφοπλίζω — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, γυμνώνω εντελώς τον εαυτό μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογυμνόω:
1) обнажать (τινα Luc.); перен. разоблачать (τὴν γνώμην τινός Plut.); med. и pass. обнажаться, раздеваться Hom., Hes., Xen.;
2) med. снимать с себя (τὰ ἱμάτια Arst.).

Middle Liddell


to strip quite bare of arms: Pass. to be so stripped, Od.:—Mid. to strip oneself, Xen.