ἑδνωτής

From LSJ
Revision as of 08:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδνωτής Medium diacritics: ἑδνωτής Low diacritics: εδνωτής Capitals: ΕΔΝΩΤΗΣ
Transliteration A: hednōtḗs Transliteration B: hednōtēs Transliteration C: ednotis Beta Code: e(dnwth/s

English (LSJ)

Ep. ἐεδν-, οῦ, ὁ, father who portions a bride, οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν Il.13.382.

German (Pape)

[Seite 716] ὁ, der Verwandte der Braut, der Schwager, Schwäher; bei Hom. einmal, in der Form ἐεδνωταί, oder mit spir. asp. ἑεδνωταί, Iliad. 13, 382, ἀλλ' ἕπευ, ὄφρ' ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες· ἑεδνωταὶ δὲ κηδεσταί, πενθεροί· οὗτοι γὰρ τὰ ἕδνα παρὰ τῶν μνηστευομένων (von den worbenden Männern) ἐνεδέχοντο; Friedlaender hält die Erklärung von ἑεδνωταί nicht für Aristoniceisch, sondern nur den ersten Satz, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες; vgl. vs. 366 ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον und daselbst Scholl. Aristonic. Wie Herodian. Scholl. Iliad. 13, 382 und 5, 158 richtig bemerkt, ist das Wort von ἑδνόω, ἐεδνόω (ἑεδνόω) gebildet, Odyss. 2, 53 ἐεδνώσαιτο θύγατρα. Vgl. ἑδνόω, ἕδνον, ἀναεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδνωτής: Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, προικοδότης, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
épq. ἐεδνωτής;
qui dote sa fille ; beau-père.
Étymologie: ἕδνον.

English (Autenrieth)

giver of dowry, the father of the bride.

Greek Monolingual

ἑδνωτής και ἐεδνωτής, ο (Α)
προικοδότης, πεθερός, συγγενής.

Greek Monotonic

ἑδνωτής: Επικ. ἐεδν-, -οῦ, · μνηστήρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑδνωτής: эп. ἐεδνωτής, οῦ ὁ дающий приданое, выдающий замуж, т. е. тесть Hom.

Middle Liddell

[from ἑδνόω
a betrother, Il.