ὀμβροκτύπος

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβροκτύπος Medium diacritics: ὀμβροκτύπος Low diacritics: ομβροκτύπος Capitals: ΟΜΒΡΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: ombroktýpos Transliteration B: ombroktypos Transliteration C: omvroktypos Beta Code: o)mbroktu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, sounding with rain, ζάλη A.Ag.656.

German (Pape)

[Seite 330] mit Regen schlagend, ζάλη, Aesch. Ag. 642.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, ὁ κτυπῶν ἢ ἠχῶν ἐκ τῆς βροχῆς, ζάλη Αἰσχύλ. Ἀγ. 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec la pluie.
Étymologie: ὄμβρος, κτυπέω.

Greek Monolingual

ὀμβροκτύπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ' ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος.

Greek Monotonic

ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που ηχεί εξαιτίας της βροχής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβροκτύπος: (ῠ) хлещущий дождем (ζάλη Aesch.).

Middle Liddell

ὀμβρο-κτῠ́πος, ον,
sounding with rain, Aesch.

English (Woodhouse)

loud with rain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)