ὑλαγμός
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, barking, baying, Il.21.575, Arist.HA536b30, Aen.Tact.22.14; κλαγγὴ καὶ ὑ. X.Cyn.4.5.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, das Bellen, das Gebell; Il. 21, 575; Xen. Cyn. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ, ὑλακή, γαύγυσμα, Ἰλ. Φ. 575, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2· συνάπτεται μετὰ τοῦ κλαγγή, Ξεν. Κυν. 4. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.
English (Autenrieth)
barking, howling, Il. 21.575†.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
ὕλαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -γ- και κατάλ. -μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].
Greek Monotonic
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ (ὑλάω), γαύγισμα, υλακή, ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑλαγμός: ὁ Hom., Xen., Arst., Plut. = ὕλαγμα.
Middle Liddell
ὑ˘λαγμός, οῦ, ὁ, ὑλάω
a barking, baying, Il., Xen.