ὑστερόχρονος

From LSJ
Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόχρονος Medium diacritics: ὑστερόχρονος Low diacritics: υστερόχρονος Capitals: ΥΣΤΕΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hysteróchronos Transliteration B: hysterochronos Transliteration C: ysterochronos Beta Code: u(stero/xronos

English (LSJ)

ον, later in time, ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου Sch.Hermog.Stat.in Rh.7(1).208W.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόχρονος: -ον, ὁ ὕστερον κατὰ τὸν χρόνον, ὑστερόχρονοι οἱ νόμοι τοῦ λόγου Σχόλ. εἰς Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 7, σ. 208, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 99, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. postérieur.
Étymologie: ὕστερος, χρόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑστερόχρονος, -ον, ΝΜ
αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος.
επίρρ...
υστερόχρονα Ν
σε μεταγενέστερο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό-χρονος, πρωτόθρονος.