παρασκώπτω

Revision as of 07:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

intervene with jests, h.Cer.203; π. τι εἴς τινας Plu. Cic.38, cf. Demetr.28.

German (Pape)

[Seite 499] zugleich, auf eine versteckte Weise verspotten; τινά, H. h. Cer. 203; τῷ παρασκῶψαί τι καὶ γελοῖον εἰπεῖν, Plut. Demetr. 28; τὶ εἴς τινα, Cic. 38.

French (Bailly abrégé)

plaisanter légèrement ou en passant : τι εἴς τινα adresser à qqn une plaisanterie légère.
Étymologie: παρά, σκώπτω.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκώπτω: σκώπτω πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Δημήτρ. 28, κλ.

Greek Monolingual

Α
παρεμβαίνω με αστειότητες και σατιρικά σχόλια, κοροϊδεύω με πλάγιο τρόπο.

Greek Monotonic

παρασκώπτω: μέλ. -ψω, χλευάζω έμμεσα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

παρασκώπτω: подшучивать, балагурить (πολλά τινα HH): π. τι εἴς τινα Plut. отпускать шутки по чьему-л. адресу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σκώπτω terloops grappen maken, schuine grappen maken.

Middle Liddell

fut. ψω
to jeer indirectly, Hhymn.