πνοή
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ῆς, ἡ, Ep. πνοιή, always in Hom.; Dor. πνοά (v. infr.); Lyr. πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: (πνέω):—A blowing, blast, πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55, cf. Od.4.839, Hes.Th.253,268; πνοιὴ Βορέαο Il.5.697:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4; οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415; ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148; πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207; ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149; imitated by Ar.Av.1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag., ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88; πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι Id.Ag.192 (lyr.), cf.654, Ar.Nu.161, Arist.Mu.392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100. II breathing hard, panting, of horses, Il.23.380, S.El.719(pl.). 2 generally, breath, ἔμπνους μέν εἰμι… καὶ πνοὰς… πνέω E.HF1092; μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or.421: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355; πυρὸς πνοᾷ E.Tr.815 (lyr.); πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63, cf. 115(lyr.); θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba.1094; πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69; θυμοῦ πνοαί Id.Ph.454. III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag.820; τηγάνου π. Eub. 75.8, cf. Antiph.217.7; λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37(anap.). IV breath of a wind-instrument, Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79; αὐλῶν π. Ar.Ra.313; σύριγγος πνοά E.Or.145 (lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, ep. u. ion. πνοιή, dor. πνοιά u. πνοά, dasWehen, Blasen, Hauchen, der Wind; oft bei Hom., theils allein, theils mit dem Zusatz ἀνέμων, Βορέαο, Ζεφύρου; ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο (s. ἅμα), u. πνοιαὶ ἀνέμων, Hes. Th. 253. 268. Auch das Schnauben, Athemholen, übh. der Athem, Il. 23, 380; πνοιὴ Ἡφαίστοιο, der Anhauch des Hephästus, die Lohe, der glühende Brodem des Feuers, 21, 355; ἀλλοῖαι πνοιαὶ ἄλλοτ' εἰσὶν ἀνέμων, Pind. P. 3, 104; auch Αἰολῇσιν ἐν πνοιαῖσιν αὐλῶν, N. 3, 79; ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς, Aesch. Prom. 802; συνθνήσκουσα προπέμπει πνοάς, Ag. 794; u. von den Winden, 185 u. öfter; Soph. El. 427; auch ἱππικαί, Schnauben, El. 709; πνοας πομπίμους, Eur. Hec. 1289, u. öfter; selten in Prosa, Plat. Crat. 419 d, Plut. Sert. 17. – Auch = Duft, Geruch.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 souffle de vent ; ἅμα πνοιῇσι épq. IL avec le souffle du vent, aussi rapide que le vent;
2 haleine, respiration : πνοὴ Ἡφαίστοιο IL souffle d'Hèphæstos, càd souffle ardent du feu ; Ἀφροδίτης EUR souffle d'Aphrodite, càd de l'amour ; Ἄρεος ESCHL souffle d'Arès, càd de la guerre;
3 exhalaison, odeur.
Étymologie: πνέω.
Greek (Liddell-Scott)
πνοή: ῆς, ἡ Ἐπικ. πνοιή, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· Δωρ. πνοὰ καὶ πνοιά, ᾶς, Πίνδ. (πνέω)· ― ὡς καὶ νῦν, φύσημα, πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Ἰλ. Ρ. 55, πρβλ. Ὀδ. Δ. 839, Ἡσ. Θ. 253. 268· πνοιὴ Βορέαο Ἰλ. Ε. 697· καὶ ἀπολ., φύσημα, αὔρα. Ἰλ. Λ. 622, Ν. 593, κτλ.· μάλιστα εἰς δήλωσιν μεγάλης ταχύτητος, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, ὁμοῦ μὲ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ἄνεμος, Ω. 342, κτλ.· ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο Τ. 505· πέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Ὀδ. Β. 148· πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἅμα πνοιῇσι πετέσθην Π. 147· ὅπερ μιμεῖται ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1396, ἅμ’ ἀνέμων πνοαῖσι βαίην· συχν. παρὰ Τραγικ., ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88· πνοαὶ δ’ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 192, πρβλ. 654, κτλ.· ― τὸ φύσημα τῶν φυσητήρων, Θουκ. 4. 100. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ἰσχυρά, βαθεῖα ἀναπνοή, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 380, Σοφ. Ἠλ. 719· ― καθόλου, ἀναπνοή, ἔμπνους ἔτ’ εἰμὶ καὶ πνοάς... πνέω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1092· μητρὸς οἴχοντο πνοαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 421· ― μεταφορ., πνοιὴ Ἡφαίστοιο, δηλ. ἡ φλόξ, Ἰλ. Φ. 355· πυρὸς πνοιαὶ Εὐρ. Τρῳ. 815· πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως Αἰσχύλ. Θήβ. 63, πρβλ. 115· θεοῦ πνοιαῖσιν ἐμμανεῖς Εὐρ. Βάκχ. 1094· πνοαὶ Ἀφροδίτης ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 69· θυμοῦ πνοαὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 454. ΙΙΙ. ἀτμός, ὀσμή, ἀναθυμίασις, σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς, ἐπὶ καιομένης πόλεως καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ὑπαρχόντων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 820· τηγάνου πνοῇ Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 8, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7· λιβάνου πνοαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37. IV. ἐπὶ πνευστοῦ ὀργάνου, Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Πινδ. Ν. 3. 137· αὐλῶν πνοὴ Ἀριστοφ. Βάτρ. 313· πνοά... δόνακος Εὐρ. Ὀρ. 145. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητικὴ (ἐν Πλάτ. Κρατ. 419D δὲν εἶναι ἐξαίρεσις), παρὰ δὲ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφων εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἡ λέξις πνεῦμα. ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι Βιβλιοκρισίαι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 530.
English (Strong)
from πνέω; respiration, a breeze: breath, wind.
English (Thayer)
πνοῆς, ἡ (πνέω), from Homer down, the Sept. for נְשָׁמָה
1. breath, the breath of life: wind: πνεῦμα, 1b.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πνέω, φύσημα
2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή του ανέμου της χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι», Αισχύλ.)
3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή κι εμίλησε», Ερωτόκρ.
β. «ἔμπνους μὲν εἰμί... καὶ πνοάς... πνέω», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ζωή, ύπαρξη («συ μού έδωκας την πνοήν», Κάλβ.)
2. μτφ. δύναμη που εμπνέει, έμπνευση («έργο γεμάτο πνοή»)
3. μτφ. ζωντάνια («δεν έχει πνοή μέσα του»)
4. φρ. α) «μέχρι την τελευταία του πνοή» — ώσπου να πεθάνει
β) «έργο μακράς πνοής» και «μακρόπνοο έργο» — έργο διαχρονικό, μεγάλης διάρκειας
αρχ.
1. κάθε ζωντανός οργανισμός («Κριτὴς καὶ Βασιλεὺς πάσης πνοῆς Χριστὸς ὁ Κύριος», Μηναί.)
2. ατμός, οσμή, αναθυμίαση («τηγάνου πνοαί», Εύβουλ.)
3. (για άλογα) βαριά αναπνοή, ξεφύσημα («τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλον ἱππικαὶ πνοαί», Σοφ.)
4. (για πνευστά όργανα) ήχος («αὐλῶν πνοῆς», Αριστοφ.)
5. φύσημα τών φυσητήρων
6. φρ. α) «ὀλίγη πνοή» — άνεμος μικρής διάρκειας ή χαμηλής έντασης
β) «πνοὴ βιαία» — δυνατός άνεμος
γ) «πνοὴ Ἡφαίστου» και «πνοὴ πυρός» — φλόγα
δ) «ἔχω πνοάς»
i) αναπνέω
ii) ζω
ε) «ἅμ' ἀνέμων πνοαῑσι βαίνω» — τρέχω γρήγορα σαν τον άνεμο
στ) «πέτομαι (μετὰ) πνοιῇς ἀνέμοιο» — πετώ γρήγορα σαν τον ανέμο
ζ) «ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο» — γρήγορα σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του πνέω].
Greek Monotonic
πνοή: Επικ. πνοιή, -ῆς, ἡ· Δωρ. πνοά και πνοιά, -ᾶς (πνέω)·
I. φύσημα, αύρα, αεράκι, σε Όμηρ.· ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, μαζί με την πνοή του ανέμου, δηλ. γρήγορος όπως οι πνοές του ανέμου, στον ίδ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, στον ίδ. κ.λπ.· το φύσημα μέσα στα φυσερά, σε Θουκ.
II. 1. λέγεται για ζώα, ανασαίνω βαριά, λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. γενικά, η αναπνοή, ἔμπνους μέν εἰμι καὶ πνοὰς πνέω, σε Ευρ.· μεταφ., πνοιὴ Ἡφαίστοιο, η ανάσα του Ηφαίστου, δηλ. η φωτιά, η φλόγα, σε Ομήρ. Ιλ.· Θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς, σε Ευρ.
III. άρωμα, ατμός, αναθυμίαση, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, λέγεται για πόλη που καίγεται, σε Αισχύλ.
IV. φύσημα πνευστού μουσικού οργάνου, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πνοή: эп.-ион. πνοιή, дор. πνοά и πνοιά ἡ
1) веяние, дуновение, порыв (πνοιὴ Βορέαο, πνοιαὶ ἀνέμων Hom.): ἅμα πνοιῇσι Hom. вместе с порывами, т. е. с быстротой ветров;
2) струя воздуха (sc. τῶν φυσῶν Thuc.);
3) дыхание (πνοαὶ ἱππικαί Soph.): πνοὰς πνεῖν Eur. дышать; πνοιὴ Ἡφαίστοιο Hom. (огненное) дыхание Гефеста;
4) испарение, запах: πλούτου πνοαί Aesch. чад от (сгоревшего) богатства;
5) звук (πνοὰ δόνακος Eur.; αὐλῶν π. Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνοή -ῆς, ἡ, ep. en Ion. πνοιή, Dor. πνοά en πνοιά [πνέω] het waaien, wind:; στάντε ποτὶ πνοιὴν παρὰ θῖν’ ἁλός terwijl zij beiden in de wind stonden langs het strand van de zee Il. 11.622; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο met het waaien van de wind mee Od. 2.148; geblaas:; αὐλῶν van fluiten Aristoph. Ran. 154; damp, uitwaseming:. σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς de as stuurt de vette damp van rijkdom uit Aeschl. Ag. 820. adem:; πνοὰς θερμὰς πνέω ik adem hete ademtochten Eur. HF 1092; overdr.. πνοιῇ... Ἡφαίστοιο door de adem van Hephaestus Il. 21.355; πνοαὶ Ἀφροδίτης de ademtochten van Aphrodite Eur. IA 69.
Middle Liddell
πνέω
I. a blowing, blast, breeze, Hom.: ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i. e. swift as, blasts of wind, Hom.; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Hom., etc.:— the blast of bellows, Thuc.
II. of animals, a breathing hard, of horses, Il., Soph.
2. generally, breath, ἔμπνους ἔτ' εἰμὶ καὶ πνοὰς πνέω Eur.:—metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i. e. flame, Il.; θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς Eur.
III. a breathing odour, a vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, Aesch.
IV. the breath of a wind-instrument, Pind., Eur.
Chinese
原文音譯:pno» 普挪誒
詞類次數:名詞(2)
原文字根:吹(風) 相當於: (נְשָׁמָה)
字義溯源:氣息,微風,一陣風,吹動,風,呼吸,蒸氣;源自(πνέω)*=吹氣)。參讀 (ἄνεμος)比較
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 一陣⋯風(1) 徒2:2;
2) 氣息(1) 徒17:25