προσκύπτω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.
German (Pape)
[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.
French (Bailly abrégé)
se pencher vers, avec πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.
Greek Monolingual
ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.
Greek Monotonic
προσκύπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκῡφα· σκύβω προς ή επάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· προσκύπτω τινὶτὸ οὖς, σκύβω προς το μέρος κάποιου και ψιθυρίζω στο αυτί του, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσκύπτω: нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ οὖς Plat.): ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κύπτω voorover buigen naar:. ὅταν... προσκύψασα φιλήσῃ wanneer zij zich voorover buigt om mij te kussen Aristoph. Ve. 608; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς na zich een beetje naar mijn oor gebogen te hebben Plat. Euthyd. 275e.
Middle Liddell
fut. ψω perf. -κέκῡφα
to stoop to or over one, Ar.; πρ. τινὶ τὸ οὖς to lean towards one and whisper in his ear, Plat.