συνεργέω
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
pf. A -ήργηκα Epicur.Nat.43 G.:—work together with, help in work, co-operate, E.Hel.1427, etc.; ἀλλήλοιν X.Mem.2.3.18, cf. 2.9.8; μετ' ἀλλήλων Arist.MM1200a10: generally, co-operate with, assist, c. dat., D.25.97, Thphr.Ign.30, Od.7,al., PSI4.376.4 (iii B.C.), Sor.1.27; σ.τῇ πράξει ὁ λόγος Muson.Fr.5p.21H.; [τὸ γυμνάσιον] ἀναδόσεσι σ. Gal.6.88, cf. 463, 15.727; σ. ἑαυτοῖς τὰ συμφέροντα do one another fitting service, X.Mem.3.5.16; εἰς τὰς εὐτυχίας Arist.EN1171b23; εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῇ πόλει IG22.654.15, cf. Epicur.l.c., IPE12.352.45 (Chersonesus, ii B.C.), Sor.1.56, M.Ant.6.42; σφίσι πρὸς τοὺς καιρούς Plb.3.97.5; σ. πρός τι contribute to or towards... Arist.MM1185a35, Thphr.CP4.8.3, Phld.Oec.p.43J., Gal.15.419; σ. ὅπως . . Sor.1.25; facilitate, τὸν δρασμὸν τοῖς Πέρσαις Hld.9.11:—Pass., to be helped, c. dat. rei, D.H.9.23; ὑπό τινος Phld.Rh.1.224 S., Vit.p.24J., Plu.2.840c. 2 to be conspired against, PMich.Zen.57.3 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
impf. συνήργουν, f. συνεργήσω, ao. συνήργησα, etc.
aider en gén. : τινι qqn ; σ. τινι συμφέροντα XÉN être d'accord avec qqn pour les choses utiles.
Étymologie: συνεργός.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργέω: παρατ. συνήργουν· (*ἔργω)· ― ἐργάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, βοηθῶ, συντελῶ, συνεργάζομαι, Εὐρ. Ἑλ. 1427, Ξεν., κλπ.· ἀλλήλοιν Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 18, πρβλ. 2. 9, 8· μετ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγάλ. 2. 3. 16· ― καθόλου, συνεργάζομαι μετά τινος, βοηθῶ, τινι Δημ. 799. 11· συν. τινι συμφέροντα, ὑπηρετῶ τινι πρεπόντως, ὡς συμφέρει αὐτῷ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 16· σ. τινι ἔς ἢ πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 11, 6, Πολύβ. 3. 97, 5· σ. πρός τι, συντελῶ ἢ συνεργῶ πρός τι, Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 1. 4, 11, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3· σ. τινί τι, εἴς τι πρᾶγμα, Ἡλιόδ. 9. 11. ― Παθητ., λαμβάνω βοήθειαν, βοηθοῦμαι, Διον. Ἁλ. 9. 23.
Spanish
English (Strong)
from συνεργός; to be a fellow-worker, i.e. co-operate: help (work) with, work(-er) together.
English (Thayer)
συνεργῷ; imperfect 3rd person singular συνήργει; (συνεργός, which see); from Euripides, Xenophon, Demosthenes down; Vulg. cooperor (in adjuco)); to work together, help in work, be a partner in labor: to put forth power together with and thereby to assist, τίνι, with one: ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις, faith (was not inactive, but by coworking) caused Abraham to produce works, Tr text συνεργεῖ (hardly a collateral form of συνείργω to unite, but) a misprint for συνεργεῖ); τίνι εἰς τί (in secular writings also πρός τί, see Passow (or Liddell and Scott), under the word), to assist, help (be serviceable to) one for a thing, A. V. all things work together for good); τί τίνι εἰς τί, a breviloquence equivalent to συνεργῶν, πορίζω τί τίνι, so that according to the reading πάντα συνεργεῖ ὁ Θεός the meaning Isaiah, 'for them that love God, God coworking provides all things for good or so that it is well with them' (Fritzsche) (R. V. marginal reading God worketh all things with them for good), WH in brackets; cf. Buttmann, 193 (167)) (ἑαυτοῖς τά συμφέροντα, Xenophon, mem. 3,5, 16). Cf. Fritzsche, Ep. ad Romans, vol. ii, p. 193f.
Greek Monotonic
συνεργέω: παρατ. -ήργουν (συνεργός), εργάζομαι μαζί με κάποιον, βοηθώ, συμβάλλω στην εκτέλεση ενός έργου, συντελώ, συνεργάζομαι, συμπράττω, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, συνεργάζομαι με κάποιον, βοηθώ, τινί, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνεργέω:
1) действовать вместе, работать сообща (τινι Xen., Arst. и μετά τινος Arst.);
2) содействовать, помогать (τινι εἴς τι Arst., NT и πρός τι Arst., Polyb.): σ. ἑαυτοῖς τὰ συμφέροντα Xen. приносить друг другу пользу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργέω, later Att. ook ξυνεργέω [συνεργός] samenwerken (met), meewerken (met), helpen; met dat.; met acc. v. h. inw. obj.. σ. ἑαυτοῖς τὰ συμφέροντα met elkaar samenwerken voor het (algemeen) belang Xen. Mem. 3.5.16.
Middle Liddell
imperf. -ήργουν συνεργός
to work together with, help in work, cooperate, Eur., Xen., etc.;— generally, to cooperate with, assist, τινί Dem.
Chinese
原文音譯:sunergšw 尋-誒而給哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:共同-工作
字義溯源:作同工,同工,一同作工,配合運作,幫助,協同,互相效力;源自(συνεργός)=同工),由 (σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἔργον)=行為)組成,而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(5);可(1);羅(1);林前(1);林後(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 同工(2) 可16:20; 林前16:16;
2) 配合運作(1) 雅2:22;
3) 互相效力(1) 羅8:28;
4) 一同作工(1) 林後6:1