πελαγῖτις
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
ιδος, fem. Adj. of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.
Greek (Liddell-Scott)
πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».
Greek Monotonic
πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.
Russian (Dvoretsky)
πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).
Middle Liddell
πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.