συννικάω
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:— Pass., to be conquered together, D.C.49.10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.
Greek Monotonic
συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.
Russian (Dvoretsky)
συννῑκάω: совместно побеждать (τινι Eur. и μετά τινος Xen.).