συγκατέχω

From LSJ
Revision as of 11:35, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ’" to "’")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέχω Medium diacritics: συγκατέχω Low diacritics: συγκατέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: synkatéchō Transliteration B: synkatechō Transliteration C: sygkatecho Beta Code: sugkate/xw

English (LSJ)

A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a. II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέχω bij elkaar houden, bij... samenhouden, met acc. en dat.. ἔχοντας δὲ... μανίαν οὐδ’ ἂν ὁ Κρόνος δύναιτο... ( αὐτοὺς ) συγκατέχειν αὑτῷ maar als ze in de greep zijn van waanzin dan zou zelfs Cronus ze niet bij zich kunnen vasthouden Plat. Crat. 404a.