Κασταλία

From LSJ
Revision as of 19:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Καστᾰλία Medium diacritics: Κασταλία Low diacritics: Κασταλία Capitals: ΚΑΣΤΑΛΙΑ
Transliteration A: Kastalía Transliteration B: Kastalia Transliteration C: Kastalia Beta Code: *kastali/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, the spring of the Muses on Mt. Parnassus, Hdt.8.39, Pi.P.1.39, etc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Castalie, fontaine du Parnasse, à Delphes.
Étymologie:.

Greek (Liddell-Scott)

Κασταλία: Ἰων. -ίη, ἡ, περίφημος πηγὴ ἢ κρήνη τῶν Μουσῶν ἐπὶ τοῦ ὄρους Παρνασσοῦ, ὑπὸ τῇ Ὑαπείῃ κορυφῇ Ἡρόδ. 8. 39· Φοῖβε, Παρνασσοῦ κράναν Κασταλίαν φιλέων Πινδ. Π. 1. 75· Κασταλίας νᾶμα Σοφ. Ἀντ. 1130· Κασταλίας ὕδωρ Εὐρ. Φοίν. 230· Κασταλίας ῥεέθρων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1257· τὰς Κασταλίας ἀργυροειδέας δίνας ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 95-· «δοῦναι δὲ τὸ ὄνομα τῇ πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν, οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον. Πανίας δὲ θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν εἶναι» Παυσ. 10. 8, 9. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ καθαρός, Λατ. castus).

English (Slater)

Καστᾰλία (-ίας, -ίᾳ, -ίαν, -ία.) the Castalian spring at Delphi.
1 παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ (O. 7.17) σόν τε, Κασταλία, πάρα / Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον (O. 9.17) Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ” i. e. at the Delphic oracle (P. 4.163) ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς i. e. having entered the Pythian Games (P. 5.31) παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (v.l. Κασταλίᾳ) (N. 6.37) παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (N. 11.24) ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (join Κασταλίας with ψόφον and ὕδατι) (Pae. 6.8)

Greek Monotonic

Κασταλία: Ιων. -ίη, ἡ, περίφημη κρήνη των Μουσών στο βουνό Παρνασσός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το καθαρός, Λατ. castus).

Russian (Dvoretsky)

Καστᾰλία: ион. Καστᾰλίη ἡ Касталия (источник на Парнассе, посвященный Аполлону и Музам) Pind., Soph., Her.

Middle Liddell

Κασταλία, ἡ,
the famous spring of the Muses on Mt. Parnassus, Hdt., Soph., etc. [Prob. akin to καθαρός, Lat. castus.]