βραδινός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 460] äol. = ῥαδινός, Sapph. frg. 32.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδινός: -ά, -όν, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ῥαδινός, Σαπφ. Ἀποσπ. 32, 34.
Greek Monolingual
και βραδυνός, -ή, -ό (Μ βραδινός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ
2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή)
το βράδυ
3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό
το βράδυ.