μεγαλόφλεβος

From LSJ
Revision as of 03:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφλεβος Medium diacritics: μεγαλόφλεβος Low diacritics: μεγαλόφλεβος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: megalóphlebos Transliteration B: megalophlebos Transliteration C: megaloflevos Beta Code: megalo/flebos

English (LSJ)

ον, large-veined, Arist.PA667a30.

German (Pape)

[Seite 108] mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30.

Greek Monolingual

μεγαλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό-φλεβος].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφλεβος: имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.