παραμύθιον

From LSJ
Revision as of 07:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθιον Medium diacritics: παραμύθιον Low diacritics: παραμύθιον Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΝ
Transliteration A: paramýthion Transliteration B: paramythion Transliteration C: paramythion Beta Code: paramu/qion

English (LSJ)

τό, A address, exhortation, Pl.Lg. 773e, 880a (both pl.); encouragement, τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Id.Euthd. 272b. 2 assuagement, abatement of, καμάτων S.El.130 (lyr.); πυρσῶν of the fires of love, Theoc.23.7; ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Th.5.103; παραμύθια ποιήσασθαι τῆς ὁδοῦ Pl.Lg.632e, cf. 704d; τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν εἶναι many consolations, Id.R.329e, cf. Phdr.240d, Phld.Mort.19; λύπης παραμύθιον Epigr.Gr.298.7 (Teos), cf. IG3.768a. 3 παραμύθια πλησμονῆς stimulants of a sated appetite, Pl.Criti.115b.

German (Pape)

[Seite 490] τό, die Zurede, der Trost; ἥκετ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον, Soph. El. 126; τῶν πυρσῶν, der Liebe, Theocr. 23, 7; ἐλπὶς δὲ κινδύνῳ παραμύθιον οὖσα, Thuc. 5, 103; Plat. Legg. XI, 885 b; παραμύθια τῆς ὁδοῦ ποιεῖσθαι, Erleichterung für den Weg, I, 632 b; τοῦ μὴ φοβεῖσθαι, Euthyd. 272 b; Folgde; ἀτυχίας, Plut. Coriol. 35; ζωῆς, Add. 5 (VII, 305). Übertr. nannte Plat. Criti. 115 b Früchte als Nachtisch παραμύθια πλησμονῆς,Reizmittel der gesättigten Eßlust.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, allégement.
Étymologie: παραμυθέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

παραμύθιον: [ῡ], τό, παραίνεσις, προτρεπτικὸς λόγος, Πλάτ. Νόμ. 773Ε, 880Α, κ. ἀλλ. 2) καταπράϋνσις, παρηγορία, ὦ γένεθλα γενναίων ἥκετ’ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον Σοφ. Ἠλ. 130· τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 272Β· οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον, ἐπὶ τῆς φλογὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 23. 7· ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Θουκ. 5. 103· παραμύθια ποιεῖσθαι τῆς ὁδοῦ Πλάτ. Νόμ. 632Ε, πρβλ. 704D· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν εἶναι, πολλαὶ παρηγορίαι, πολλὰ παραμυθητικὰ μέσα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 248D· λύπης παραμύθιον Ἑλλ. Ἐπιγρ. 298. 7, πρβλ. 951. 3) ὁ Πλάτων ὡσαύτως καλεῖ καρπούς τινας, παραμύθια πλησμονῆς, ὡς κινοῦντας τὴν κεκορεσμένην ὄρεξιν, Κριτί. 115Β, πρβλ. Ἀθήν. 640Ε. - Ὁ Πλάτων εὐνοεῖ τὸν τύπον τοῦτον καὶ πολλὴν χρῆσιν αὐτοῦ ποιεῖται, περὶ οὗ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 517.

English (Strong)

neuter of παραμυθία; consolation (properly, concretely): comfort.

English (Thayer)

παραμυθου, τό, (παραμυθέομαι), persuasive address: consolation, Sophocles, Thucydides, Plato on).)

Greek Monotonic

παραμύθιον: [ῡ], τό,
1. παραίνεση, προτρεπτικός λόγος, σε Πλάτ.
2. κατευνασμός, παρηγορία, καμάτων, σε Σοφ.· πυρσῶν, για τις φλόγες της αγάπης, σε Θεόκρ.· ἐλπὶςκινδύνῳ παραμύθιον οὖσα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραμύθιον: (ῡ) τό
1) утешение, облегчение (καμάτων Soph.; λύπης Plut.): κινδύνῳ π. εἶναι Thuc. служить утешением в опасности; παραμύθια τῆς ὁδοῦ Plat. средства скрасить путешествие; παραμύθια πλησμονῆς Plat. средства против пресыщения; π. τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Plat. основание не опасаться;
2) увещевание, уговоры: παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνεσθαι Plat. послушаться увещаний.

Middle Liddell

παραμύ¯θιον, ου, τό, [from παραμῡθέομαι]
1. an address, exhortation, Plat.
2. an assuagement, abatement, καμάτων Soph.; πυρσῶν of the fires of love, Theocr.; ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Thuc.

Chinese

原文音譯:paramÚqion 爬拉-祕提按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-閉
字義溯源:慰藉,安慰,緩和,激勵;源自(παραμυθία)=撫慰);而 (παραμυθία)出自(παραμυθέομαι)=接近安慰, (παραμυθέομαι)又由(παρά)*=旁,出於)與(μῦθος)*=虛語)組成。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 安慰(1) 腓2:1

English (Woodhouse)

alleviation, consolation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)