πλάν
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
Dor.for πλήν. πλανάτας, Dor. for πλανήτης.
Greek (Liddell-Scott)
πλάν: Δωρ. ἀντὶ πλήν, ― πλανάτας, Δωρ. ἀντὶ πλανήτης.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήν.
Greek Monotonic
πλάν: Δωρ. αντί πλήν· πλανάτας, Δωρ. αντί πλανήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλᾱ́ν Dor. voor πλήν.
Russian (Dvoretsky)
πλάν: (ᾱ) дор. = πλήν I и II.