σκληρότηρ
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
Eretrian for σκληρότης acc. to Pl.Cra.434c: but final -ς is preserved in Eretrian inscrr., only medial -σ- becoming -ρ-.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρότηρ: κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἐρετριέων ἀντὶ σκληρότης, Πλάτ. Κρατ. 434C.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(στους Ερετριείς) βλ. σκληρότητα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκληρότηρ, -ητος ἡ Plat. Crat. 434c, dialectvorm van Att. σκληρότης.
Russian (Dvoretsky)
σκληρότηρ: ἡ (эретрийское слово) Plat. = σκληρότης.